- πανδάλητος
- -ον, Α(ποιητ. τ.)1. επίτριπτος*, αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τα πάντα, βλαπτικότατος2. (με παθ. σημ.) ο εντελώς κατεστραμμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -δάλητος (< δηλοῦμαι / -έομαι «βλάπτω, επιφέρω βλάβη»), με βραχύ -α- για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.